- βαποράκι
- τομικρό ατμόπλοιο: Κάναμε το γύρο του νησιού μ’ ένα βαποράκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαποράκι — και παποράκι, το 1. μικρό ατμόπλοιο 2. σίδερο για σιδέρωμα ρούχων, με ξυλοκάρβουνο στο εσωτερικό του … Dictionary of Greek
παποράκι — το βλ. βαποράκι … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
παποράκι — το 1. το μικρό βαπόρι, βαποράκι. 2. σίδερο σιδερώματος παλιού τύπου που θερμαινόταν με κάρβουνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)